- κακοδαιμόνημα
- κᾰκοδαιμόν-ημα, ατος, τό, Astrol.,A occupation of the region of κακὸς δαίμων, Vett.Val.74.6, Cat.Cod.Astr.8(2).119, 8(4).126, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοδαιμόνημα — κακοδαιμόνημα, τὸ (Α) [κακοδαιμονώ (II)] 1. η κακοδαιμονία 2. το να βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια κακού δαίμονα … Dictionary of Greek
κακοδαιμόνημα — occupation of the region of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονήματι — κακοδαιμόνημα occupation of the region of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονήματος — κακοδαιμόνημα occupation of the region of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)